ντονμές

ντονμές
Εξωμότης Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Η λέξη ν. είναι τουρκική και σημαίνει «γυρισμένος». Οι Εβραίοι αυτοί αιρετικοί, ήταν οπαδοί του συμπατριώτη τους ιερέα Σαμπετάι Σεβί, που είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, για ν’ αποφύγει την καταδίκη του από ιεροδικαστήριο των ομοθρήσκων του. Ν. υπήρξαν και κορυφαίοι Νεότουρκοι. Η αίρεση αυτή έπαψε να υπάρχει, έπειτα από σχετικό νόμο του Κεμάλ Ατατούρκ.
* * *
ο
εξωμότης χριστιανός ή ισραηλίτης που απαρνήθηκε τη θρησκεία του και έγινε μωαμεθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donme < τουρκ. donmek «γυρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”